Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελιότης — livid colour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιότης — ητος, ἡ, Α [πελιός] πελιδνότητα … Dictionary of Greek
πελιότητα — πελιότης livid colour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)